- δαρεικός
- Χρυσό βασιλικό νόμισμα των Aχαιμενιδών Περσών, που το έκοψε πρώτος ο Δαρείος Α’, γιος του Υστάσπη (521-485 π.Χ.). Ήταν από καθαρό χρυσάφι, είχε ακριβώς το ίδιο βάρος με τον αθηναϊκό στατήρα και ισοδυναμούσε με 20 αττικές δραχμές. Στη μία όψη του είχε την εικόνα του βασιλιά με στολή τοξότη, γονατισμένου στο ένα πόδι, και στην άλλη διάφορα σχήματα. Οι δ. κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα από τους μηδικούς χρόνους έως τη μακεδονική ηγεμονία.
* * *ο (AM δαρεικός, -ή, -όν)το αρσ. ως ουσ. περσικό χρυσό νόμισμαμσν.«δαρεικὸν νόμισμα» — νόμισμα ίσης αξίας με τον δαρεικό στατήρααρχ.1. «δαρεικὸς στατήρ» — ο δαρεικός2. αυτός ο οποίος αποτιμάται σε σύγκριση ή αντιστοιχία με τον δαρεικό («χρυσὸς δαρεικός», «τάλαντα χρυσοῡ χαρακτῆρα δαρεικὸν ἔχοντα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < Δαρείος. Ο αναμενόμενος τ. θα ήταν *δαρεϊκός (< *Δαρει-ικός, πρβλ. αχαϊκός < αχαιϊκός, ευβοϊκός < ευβοι-ικός) ή *δαρει-ακός. Κατ' άλλους, ο τ. δαρεικός εμφανίζεται ως απόδοση τού *δαρικός (πρβλ. βαβυλ. da-ri-ku, αρχ. περσ. *dari- και αβεστ. zairi- «κίτρινο»), η οποία οφείλεται σε παρετυμολογία].
Dictionary of Greek. 2013.